κυβοστός

κυβοστός
κυβοστός, -ή, -όν (Α) [κύβος]
το ουδ. ως ουσ. τὸ κυβοστόν
το κλάσμα ενός κυβικού αριθμού, δηλαδή 1/χ3.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κύβος — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”